μουστάκι

μουστάκι
το (ΑΜ μουστάκιον, Μ και μουστάκι και μουστάκιν)
νεοελλ.
η υπήνη τού προβόλου τών ιστιοφόρων
νεοελλ.-μσν.
1. το σύνολο τών τριχών που φύονται στο άνω χείλος
2. στον πληθ. τα μουστάκια
α) οι σκληρές μακριές τρίχες που φέρουν τα θηλαστικά και μερικά ψάρια στα πλευρά τού προσώπου τους
β) οι τρίχες που φέρουν τα σμηριγγόπτερα τών εντομοφάγων πουλιών καθώς και αυτές που βρίσκονται κοντά στο στόμα σε μερικές μύγες
γ) τα ευαίσθητα τριχίδια τών σαρκοβόρων φυτών, καθώς και οι βελονοειδείς αποφύσεις τών σταχιών
μσν.
1. πρόσωπο, όψη
2. φρ. «δὲν ἔχω μουστάκι νὰ φανῶ» — δεν τολμώ να εμφανιστώ, ντρέπομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. μουστάκι(ον) < μυστάκ-ιον, υποκορ. τού αρχ. μύσταξ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μουστάκι — το ιού 1. το τρίχωμα που αφήνουν οι άντρες κάτω από τη μύτη: Είχε στριφτό μουστάκι. 2. φρ., «Γελάνε και τα μουστάκια μου», η χαρά μου είναι ολοφάνερη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμούστακος — η, ο και παλ. τ. αμύστακος, ον [μουστάκι] 1. αυτός που δεν έχει μουστάκι 2. αυτός που δεν έβγαλε ακόμη μουστάκι και συνεκδοχικά ο έφηβος 3. αυτός που έχει ξυρισμένο το μουστάκι 4. (για καλαμπόκι ή άλλα φυτά) χωρίς μουστάκι, χωρίς θύσανο …   Dictionary of Greek

  • υπήνη — η / ὑπήνη, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. σχοινί που στερεώνει τον πρόβολο τού ιστιοφόρου πάνω από τον θαλασσομάχο, κν. μουστάκι αρχ. 1. το μέρος τού προσώπου ανάμεσα στο επάνω χείλι και στη μύτη, όπου φυτρώνει το μουστάκι («καὶ τὴν ὑπήνην καὶ τὸ γένειον δασὺ… …   Dictionary of Greek

  • κακομούστακος — κακομούστακος, η, ο (ν) (Μ) αυτός που έχει άσχημο μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μουστάκι] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλομουστακάτος — μεγαλομουστακάτος, η ο (Μ) αυτός που έχει μεγάλο μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + μουστάκι] …   Dictionary of Greek

  • μουστάκα — η (Μ μουστάκα) μεγάλο μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκι + μεγεθ. κατάλ. α]· …   Dictionary of Greek

  • μουστακάτος — η, ο (Μ μουστακᾱτος, η, ον) αυτός που έχει μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκι(ν) + κατάλ. ᾶτος] …   Dictionary of Greek

  • μουστακοδέτης — ο ταινία με την οποία δενόταν το μουστάκι για να πάρει ορισμένο σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκι + δετης (< δένω), πρβλ. λαιμο δέτης] …   Dictionary of Greek

  • μουστακοφόρος — ο αυτός που έχει μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουστάκι + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • παραμούστακο — το το τμήμα τού μουστακιού στις άκρες τού στόματος που αφήνεται αξύριστο για να προσδίδει μήκος στο μουστάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μουστάκι) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”